• Υφαντική Τέχνη
Η υφαντική είναι από τις αρχαιότερες τέχνες της ανθρωπότητας. Τρεις χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε που ο Όμηρος υμνεί τις αρετές της Πηνελόπης καθώς υφαίνει μερόνυχτα, περιμένοντας με καρτερία την επιστροφή του Οδυσσέα. Η Μικρά Ασία είχε πλούσια υφαντουργική παράδοση, μια τέχνη που υπηρετήθηκε κυρίως από τη γυναίκα, από την εφηβική της ηλικία έως τα γεράματα.
Η Μικρασιάτισσα, ήταν η πρώτη εργαζόμενη γυναίκα μεταξύ των άλλων εθνοτήτων. Κέρδιζε το ψωμί της μέσω διαφόρων μορφών χειροτεχνίας, σε επίπεδο οικοτεχνίας, όπως ήταν η ταπητουργία, η υφαντουργία, η νηματουργία και η κεντητική.
Ένας από τους κλάδους όπου ήκμαζε η υφαντική παράδοση έως το 1922 ήταν η μικρασιατική ταπητουργία.
Εικόνα 1 Σκέπασμα κεντημένο με χρυσοκλωστή 19ος αι. (πάνω) και λεπτομέρεια γυναικείας ζακέτας από ύφασμα σεβαΐ, τέλη 19ου αιώνα (κάτω)
• Κέντημα
Την ιστορία δεν την γράφουν μόνο οι άνθρωποι, τη γράφουν και τα αντικείμενα, αυτά που συζήσανε μαζί τους στις χαρές και στις λύπες. Κεντήματα φτιαγμένα από γυναικεία χέρια, ρούχα που μιλάνε για τη μόδα της εποχής τους, για γυναικεία νοικοκυροσύνη και μαστοριά. Σεντόνια και παραπετάσματα, δισκόπανα και πετσετάκια με ανάγλυφα κεντίδια, μαξιλάρια με οικόσημο, τσεβρέδες και υφαντές πετσέτες με κέντημα στο κεφαλάρι, εφημεριδοθήκες μεταξοκέντητες, παντούφλες με μεταξένιους πανσέδες ακατασκεύαστες, χειροφτιαγμένες δαντέλες, κοπανέλια και μπιμπίλες… Το κέντημα χωρίζεται στο ασπροκέντημα, το κέντημα με χρυσοκλωστή και ασημοκλωστή και το κέντημα πάνω σε καμβά ή σε ταπισερί με μάλλινη ή μεταξωτή κλωστή.
Η κεντητική, η διακόσμηση του υφάσματος με βελόνα και κλωστή, αναπτύχθηκε ταυτόχρονα με την υφαντική και το ράψιμο και θεωρείται από τις αρχαιότερες τέχνες του κόσμου. Στην Κωνσταντινούπολη, τα αυτοκρατορικά κεντητικά εργαστήρια, τα εργαστήρια των μοναστηριών καθώς και τα πολυάριθμα ιδιωτικά εργαστήρια αποτέλεσαν την Μητρόπολη της Βυζαντινής μικροτεχνίας.
Μετά την Άλωση συνεχίζεται στην Κωνσταντινούπολη η μεγάλη παράδοση της βυζαντινής χρυσοκεντητικής.
Να σημειώσουμε ότι εκτός από τα αυλικά εργαστήρια του Τοπκαπί με τους ζωγράφους-σχεδιαστές και κεντητές λειτουργούσαν και τα αστικά εργαστήρια.
Στη μονή του Σέκου σώζεται επιτάφιος που φέρει την ημερομηνία 1608 και έχει κεντηθεί από τη μοναχή Φιλοθέη στην Κωνσταντινούπολη. Σε άμφιον που κεντήθηκε σε εργαστήρι της Πόλης συναντάμε την ημερομηνία 1609. Το 17ο αιώνα ένα από τα γνωστά εργαστήρια χρυσοκεντητικής ήταν το εργαστήρι της Δεσποινέτας του Αργύρη, στο Διπλοκιόνιον (Μπεσίκτας) με μαθήτριες την Αλεξάνδρα και Ευφροσύνη.
Μία άλλη γνωστή κεντήστρα χρυσοκεντητικής, αμφίων και επιταφίων ήταν η Μαριώρα, στο εργαστήρι της οποίας εκτός από την κόρη της Σοφία εργάζονταν αρκετές μοναχές. Είχε κεντήσει άμφια κατά παραγγελία του Πατριάρχη Παΐσιου. Από τα έργα της, ορισμένα φυλάσσονται στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, σε μοναστήρια στην Ελλάδα και τη Μολδοβλαχία. Άλλες διάσημες κεντήστρες της εποχής ήταν η Ευσεβία και η Κοκκώνα του ρολογά.
Από το 19ο αιώνα η κεντητική αρχίζει να προσανατολίζεται προς το λευκό κέντημα με λευκές ή χρωματιστές κλωστές και κυριαρχεί η διακόσμηση των ασπροκεντημάτων (τραπεζομάντιλα, σεντόνια ,εσώρουχα).
Στην Πόλη στις διάφορες συνοικίες τα εργαστήρια κεντητικής λειτουργούσαν και ως σχολές μαθητείας για τα κορίτσια που ήθελαν να μάθουν μια τέχνη. Στα καθολικά μοναστήρια δίδασκαν στα φτωχά κορίτσια κέντημα, κοπτική και ραπτική.
Ο θεσμός της προίκας – παράδοση που ίσχυε από τους βυζαντινούς σχεδόν χρόνους ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 -, ήταν ένας από τους λόγους που συντέλεσαν να καλλιεργηθεί έντονα η κεντητική τέχνη στο Πολίτικο σπίτι τους τελευταίους δύο αιώνες.
Η Αγία Ευφημία από τα βυζαντινά χρόνια ως τις μέρες μας θεωρείται προστάτιδα των κεντητριών.
• Υφαντές πετσέτες
Οι υφαντές πετσέτες της Μικράς Ασίας, γνωστές και ως «μακραμέδες», είναι δείγματα της οικιακής παράδοσης του αγροτικού και λαϊκού χώρου.
Ιστορικά και ετυμολογικά ο όρος «μακραμάς» προέρχεται από την ελληνική λέξη «μάκρεμα» ή «μακρινάρι» , όπως έλεγαν το «λίαν επίμηκες ύφασμα» από τα βυζαντινά χρόνια: ένα ορθογώνιο υφαντό του σπιτικού αργαλειού, υφασμένο σε διαφορετικά μήκη με ποικίλα στα κεφαλάρια.
Η υφαντή πετσέτα, το φαντό, ο μακραμάς ή μαχραμάς, το μαντήλι, το μεσάλι- από το βυζαντινό «μενσάλιον», κατά τον βυζαντινολόγο Φαίδωνα Κουκουλέ-, υφαίνεται στις παραδοσιακές κοινωνίες της προβιομηχανικής εποχής, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Κύπρο και σε αρκετές αγροτικές περιοχές της Ευρώπης. Οι υφαντές πετσέτες, ως προς τη χρήση τους, διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες:
-Σε καθημερινά και γιορτινά πανικά του λαϊκού νοικοκυριού.
-Σε αντικείμενα διακόσμησης
-Σε εξαρτήματα της γυναικείας και της ανδρικής φορεσιάς καθώς και σε αντικείμενα περιστασιακής χρήσης.
Στη Μικρά Ασία, στα μεγάλα υφαντουργικά κέντρα χαλιών και κιλιμιών, τα σπίτια είχαν δύο αργαλειούς. Τον μεγάλο, όπου ύφαιναν χαλιά, και τον μικρό, για να υφαίνουν τα πανικά για τις ανάγκες του νοικοκυριού σε ρούχα και στρωσίδια.
• Κεντητές Πετσέτες (Τσεβρέδες)
• Σταμπωτές Mαντήλες (γιαζμάδες)
Η σταμπωτή μαντίλα, γνωστή και με τα ονόματα «γιαζμάς», «τσεμπέρι», «γεμενί», «καλεμκέρι», «φακιόλι», ήταν απαραίτητο εξάρτημα-συμπλήρωμα της καθημερινής και γιορτινής φορεσιάς της Μικρασιάτισσας, της γυναίκας στον αγροτικό χώρο, στις λαϊκές τάξεις των αστικών κέντρων και όχι μόνο, σ’ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εκτός από γυναικείο κεφαλόδεμα, χρησιμοποιήθηκε και σαν στόλισμα γύρω από το ανδρικό φέσι και μπιχτό στο ζωνάρι, όπως τη φορούσαν τα «ζεϊμπέκια» στα μικρασιατικά παράλια. Χρησιμοποιήθηκε στο σπίτι σαν κάλυμμα για πάπλωμα, μαξιλάρι, μποχτσάς, κουρτίνα και τραπεζομάντιλο.