Κέντημα
Την ιστορία δεν την γράφουν μόνο οι άνθρωποι, τη γράφουν και τα αντικείμενα, αυτά που συζήσανε μαζί τους στις χαρές και στις λύπες. Κεντήματα φτιαγμένα από γυναικεία χέρια, ρούχα που μιλάνε για τη μόδα της εποχής τους, για γυναικεία νοικοκυροσύνη και μαστοριά. Σεντόνια και παραπετάσματα, δισκόπανα και πετσετάκια με ανάγλυφα κεντίδια, μαξιλάρια με οικόσημο, τσεβρέδες και υφαντές πετσέτες με κέντημα στο κεφαλάρι, εφημεριδοθήκες μεταξοκέντητες, παντούφλες με μεταξένιους πανσέδες ακατασκεύαστες, χειροφτιαγμένες δαντέλες, κοπανέλια και μπιμπίλες… Το κέντημα χωρίζεται στο ασπροκέντημα, το κέντημα με χρυσοκλωστή και ασημοκλωστή και το κέντημα πάνω σε καμβά ή σε ταπισερί με μάλλινη ή μεταξωτή κλωστή.
Η κεντητική, η διακόσμηση του υφάσματος με βελόνα και κλωστή, αναπτύχθηκε ταυτόχρονα με την υφαντική και το ράψιμο και θεωρείται από τις αρχαιότερες τέχνες του κόσμου. Στην Κωνσταντινούπολη, τα αυτοκρατορικά κεντητικά εργαστήρια, τα εργαστήρια των μοναστηριών καθώς και τα πολυάριθμα ιδιωτικά εργαστήρια αποτέλεσαν την Μητρόπολη της Βυζαντινής μικροτεχνίας.
Μετά την Άλωση συνεχίζεται στην Κωνσταντινούπολη η μεγάλη παράδοση της βυζαντινής χρυσοκεντητικής.
Να σημειώσουμε ότι εκτός από τα αυλικά εργαστήρια του Τοπκαπί με τους ζωγράφους-σχεδιαστές και κεντητές λειτουργούσαν και τα αστικά εργαστήρια.
Στη μονή του Σέκου σώζεται επιτάφιος που φέρει την ημερομηνία 1608 και έχει κεντηθεί από τη μοναχή Φιλοθέη στην Κωνσταντινούπολη. Σε άμφιον που κεντήθηκε σε εργαστήρι της Πόλης συναντάμε την ημερομηνία 1609. Το 17ο αιώνα ένα από τα γνωστά εργαστήρια χρυσοκεντητικής ήταν το εργαστήρι της Δεσποινέτας του Αργύρη, στο Διπλοκιόνιον (Μπεσίκτας) με μαθήτριες την Αλεξάνδρα και Ευφροσύνη.
Μία άλλη γνωστή κεντήστρα χρυσοκεντητικής, αμφίων και επιταφίων ήταν η Μαριώρα, στο εργαστήρι της οποίας εκτός από την κόρη της Σοφία εργάζονταν αρκετές μοναχές. Είχε κεντήσει άμφια κατά παραγγελία του Πατριάρχη Παΐσιου. Από τα έργα της, ορισμένα φυλάσσονται στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, σε μοναστήρια στην Ελλάδα και τη Μολδοβλαχία. Άλλες διάσημες κεντήστρες της εποχής ήταν η Ευσεβία και η Κοκκώνα του ρολογά.
Από το 19ο αιώνα η κεντητική αρχίζει να προσανατολίζεται προς το λευκό κέντημα με λευκές ή χρωματιστές κλωστές και κυριαρχεί η διακόσμηση των ασπροκεντημάτων (τραπεζομάντιλα, σεντόνια ,εσώρουχα).
Στην Πόλη στις διάφορες συνοικίες τα εργαστήρια κεντητικής λειτουργούσαν και ως σχολές μαθητείας για τα κορίτσια που ήθελαν να μάθουν μια τέχνη. Στα καθολικά μοναστήρια δίδασκαν στα φτωχά κορίτσια κέντημα, κοπτική και ραπτική.
Ο θεσμός της προίκας – παράδοση που ίσχυε από τους βυζαντινούς σχεδόν χρόνους ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 -, ήταν ένας από τους λόγους που συντέλεσαν να καλλιεργηθεί έντονα η κεντητική τέχνη στο Πολίτικο σπίτι τους τελευταίους δύο αιώνες.
Η Αγία Ευφημία από τα βυζαντινά χρόνια ως τις μέρες μας θεωρείται προστάτιδα των κεντητριών.