Μαλακοπή ( Derinkuyu)
Κωμόπολη μεταξύ Νίγδης και Προκοπίου, έως το 1924 είχε 4000 κατοίκους, από τους οποίους η μισώ ήταν Έλληνες. Το οικονομικό επίπεδο των Ελλήνων ήταν αισθητά ανώτερο του Τούρκων, καθώς οι πρώτοι μετανάστευαν στην Πόλη και ασχολούνταν με το εμπόριο. Η Μαλακοπή ιστορικά ήταν γνωστή πολύ προ της βασιλείας Ιωάννου του Τσιμισκή, ο οποίος έχτισε τον Ναό των Αγίων Θεοδώρων και είχε στο πρόναο την εικονογραφία του. Αρχές του 20ου αιώνα στη Μαλακοπή υπήρχαν 6 εκκλησίες, δημοτικό και επτατάξιο Γυμνάσιο, μια σειρά σύλλογοί όπως η Αδελφότης Σχολής Μαλακοπής (1876), οι φιλόπτωχες αδελφότητες «Η Μαλακοπή» (1881), « Η Ορθοδοξία» (1908), «Η Παλιγγενεσία», καθώς και οι Άγιοι Ανάργυροι που είχαν ιδρύσει μετανάστες Μαλακοπίτες στην Νέα Υόρκη.
Κύρια αγροτικά προϊόντα της περιοχής ήταν το σιτάρι, το κριθάρι, η σίκαλη, τα ρεβίθια, τα φασόλια και οι νοστιμότατες φακές που ήταν περιζήτητες στην αγορά.
Η Μαλακοπή και η Ανακού είναι γνωστές τουριστικά για τις υπόγειες πόλεις, τις κατακόμβες με τους επτά ορόφους κάτω από την γη, όπου κατέβαιναν οι Χριστιανοί για να σωθούν από τις βαρβαρικές επιδρομές. Τα σπίτια στην περιοχή επικοινωνούν υπογείως με τις κατακόμβες. Στην Καππαδοκία υπάρχουν περισσότερες από δέκα υπόγειες πόλεις έως το Ζιντζίρνετερε της Καισάρειας, στου πρόποδες του Αργαίου που παραμένουν κλειστές όπου να βρεθούν πόροι για την μελέτη και εξερεύνησή τους.
Ποτάμια
Τα Ποτάμια πατρίδα του Αγίου Γεωργίου και του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ανήκαν διοικητικά στο Προκόπη. Κτισμένη σε πλαγιά φαραγγιού, ανατολικά της κοιλάδας Σοανδού, με τις 150 λαξευτές εκκλησίες και τους χιλιάδες περιστερώνες, από την Βυζαντινή εποχή εκτελούσαν και χρέη ταχυδρόμου.
Προκόπι (Ürgüp)
Στην απέραντη κοιλάδα του Προκοπίου βρίσκονται τα ερείπια της Σοανδού, τα χωριά Ποτάμια, Τζαλέλα, Σινασός, τα λαξευτά ερείπια Γκιόρεμε, Ορτά-χισάρ, Ουτσ-χισάρ, Παπάγιαννη, Τσαουσίν και Προκόπι.
Το Προκόπι (Ürgüp) (αρχαία Οσίανα) ήταν αυτοδιοικούμενο και υπαγόταν στη Νίγδη του Νομού Ικονίου. Πριν από το 1922 από τους 14000 κατοίκους, οι 4000 ήταν τουρκόφωνοι Έλληνες. Πριν από το 1922, οι Έλληνες κτίστες είχαν συστήσει την συντεχνία « Πατήρ Αβρααμ « με 700 μέλη. Επίσης, υπήρχαν και 150 μέλη της ίδιας συντεχνίας «καγιατζή ουστά» που πελεκούσαν μέσα στους βράχους σπίτια, στέρνες, αποθήκες και περιστεριώνες. Στο Προκόπι στεγάζονταν: « Διοικητήριο Εισαγγελία, Συμβολαιογραφείο, Υποθηκοφυλακείο, Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Δημοτικό Ιατρείο, Σταθμός Χωροφυλακής» .
Το Προκόπι ήταν πλούσια και εύφορη περιοχή, ένας απέραντος οπωρώνας με καρπερές βερικοκιές μηλιές και αχλαδιές. Τα αμπέλια του απλώνονταν ως την Νεάπολη (Nevşehir).
Σινασός (Kocamustafa Paşa)
Η Σινασός (η αρχαία Ασόνα) βρίσκεται στη μέση της κοιλάδας του Προκοπίου, περιτριγυρισμένη από κήπους, αγρούς και αμπελώνες. Μέχρι το 1924 ήταν κέντρο του καππαδοκικού ελληνισμού. Η πόλη βρίσκεται στο οροπέδιο της Γοργορής (χειμερινό ενδιαίτημα των Καππαδοκών βασιλέων του Βυζαντίου), πάνω στους λόφους του Μαχατουρίου, των Μελαγκίων και του Λοφίου, και στα μεταξύ τους φαράγγια του Λουλά, του Δέργου και των Κήπων. Νότια του φαραγγιού Λουλά, στις εξοχές, στην τοποθεσία Μελίτα, βρισκόταν η μονή του Αγίου Νικολάου με τα τέσσερα παρεκκλήσια. Προς την αντίθετη κατεύθυνση, στο φρύδι της χαράδρας, σώζεται το υπόσκαπτο τριώροφο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου με τις λαϊκές αγιογραφίες. Στην κεντρική πλατεία δεσπόζει επιβλητικός ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, μετά το 1924 μετατράπηκε σε τζαμί. Όλο το πέτρινο πλαίσιο της εξώθυρας του πρόναου είναι διακοσμημένο με ανάγλυφα αμπελόφυλλα, τσαμπιά σταφύλια και χριστιανικά σύμβολα.
Η Σινασός χωριζόταν σε επτά συνοικίες. Είχε Παρθεναγωγείο, Νηπιαγωγείο, Αρρεναγωγείο, συλλόγους, αδελφότητες, δημόσια κτίρια, ευρύχωρους δρόμους, κουρείο, λουτρό και κοινοτικό ξενώνα που χτίστηκε το 1869 στην αγορά της Σινασού. Τα έσοδα του ξενώνα πήγαιναν στο ταμείο των φτωχών. Άλλο κοινοτικό κτίριο ήταν το οικοδόμημα με τα επτά καταστήματα στην πλατεία από το 1890. Το καφενείο του θύμιζε τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και λειτουργούσε ως εντευκτήριο και αναγνωστήριο με ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά. Η Αγαθοεργός Αδελφότης των Αγίων Πάντων και το Ταμείο των Πτωχών είχαν στόχο την περίθαλψη και υποστήριξη άπορων Σινασιτών.
Πριν από την ανταλλαγή, η Σινασός αριθμούσε 3000 Έλληνες που κατοικούσαν στα 600 από τα 700 σπίτια, όλα κατάλευκα κτισμένα με ψαμμόλιθο, τα περισσότερα δίπατα αρχοντικά, με χαραγμένες στην εξώπορτα ελληνικές επιγραφές και ημερομηνίες καθώς και μια ευχή. Συχνά τα δωμάτια στους τοίχους και τα πορτόφυλλα της μουσάντρας έφεραν παραστάσεις σε ύφος νατουραλιστικό με μπαρόκ διάταξη, ζωγραφισμένες από Πολίτες ζωγράφους. Οι ξενιτεμένοι στην Πόλη έμποροι, επέστρεφαν Αύγουστο με Σεπτέμβριο φέρνοντας «και του πουλιού το γάλα» από τα καταστήματα της Πόλης στις οικογένειες τους.
Οι Σινασίτες όταν μετανάστεψαν στην Πόλη πρώτα εργάστηκαν ως παντοπώλες και ιχθυοπώλες, πάστωναν το περίσσευμα αλείψας και την περίοδο των νηστειών πουλούσαν στου Πολίτες χαβιάρι και αυγοτάραχο. Εξελικτικά αποτέλεσαν την συντεχνία των χαβιαράδων. Τα ιδιόκτητα καταστήματα τους στεγάζονταν στον Γαλατά και στο Εμίνονου , στην οδό Μπαλούκ Παζάρ. Όταν το επάγγελμα έπαψε να είναι κερδοφόρο ορισμένοι χαβιαράδες ασχολήθηκαν με το εμπόριο υφασμάτων, ορισμένοι έγιναν χρωματοπώλες.
Νεάπολη (Nevşehir)
Η Νεάπολη χτίστηκε το 1720 στη θέση την παλιάς πόλης Μάσχαρα, αμφιθεατρικά στις κατηφοριές του λόφου, από το Βεζίρη της «εποχής της τουλίπας» Νταμάτ Ιμπραχίμ Πασά, ευεργέτη των Ρωμιών, καθώς πρωτοστάτησε στην έκδοση σουλτανικού φερμανιού που επέτρεψε την ανοικοδόμηση αρκετών εκκλησιών στην Καππαδοκία. Αριστερά βρισκόταν η ελληνική συνοικία και δεξιά η τουρκική. Από τους 24.000 κατοίκους οι Έλληνες τουρκόφωνοι ήταν 20.000. Η Νεάπολη διέθετε ένα δημοτικό σχολείο, δύο νηπιαγωγεία, γυμναστήριο, βιβλιοθήκη και τους ναούς του Αγίου Γεωργίου και της κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ήταν από τις πιο εμπορικές πόλεις της Καππαδοκίας. Στις μέρες μας η ελληνική συνοικία είναι ερειπωμένη και μισογκρεμισμένη. Η πόλη όμως με τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα καφέ αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά κέντρα συνδεδεμένο με λεωφόρους προς τα αξιοθέατα.