Έδρα του νομού ήταν η πόλη Άγκυρας. Ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ από τον Μίδα της Φρυγίας. Αρχές του 20ου αιώνα από τους 45000 κατοίκους της πόλης, ο 7000 περίπου ήταν Έλληνες και οι 12.000 Αρμένιοι. Ο Έλληνες υπάγονταν στην Μητρόπολη Αγκύρας και στην Μητρόπολη Καισαρείας. Η κοινότητα είχε παρθεναγωγείο, αρρεναγωγείο και ορφανοτροφείο. Από τα ξενοδοχεία της ξεχώριζε το ξενοδοχείο «Άγκυρα» του Παπαζόγλου και τα εστιατόρια το «Brasserie de la Gare» του Κοτσικάκη και η «Γαλάτεια» του Ηρακλή. Έλληνες ήταν οι μεγαλέμποροι σιτηρών όλης της περιοχής, από τις αρχές του 1900 ξεχώριζαν οι Α.Αμπάζογλου, Α.Αθανασιάδης, Κ. Κωσταντόγλου, Α. Κιουπετζόγλου, Χρ. Ηλιάδης και Μποδοσάκης Τιφτικτσόγλου. Αλευρέμποροι ήταν οι αδελφοί Αποστολίδη και οι αδελφοί Καλτζουνίδη. Είδη μπακαλικής: οι Α. Αναστασιάδης και Γ. Τζοσκούνογλου. Κρασιά και μαστίχα εμπορεύονταν οι Σ. Ιωακειμίδης, Π. Παπάζογλου, Β. Σινάνογλου και Σ. Οσκαμάν.
Η Άγκυρα επί αιώνες, φημίζονταν για τις αίγες της, με το λευκό μεταξένιο τρίχωμα από το οποίο παρήγαν μάλλινα νήματα, γνωστά ως «τιφτίκι», δηλαδή το «νήμα μοχέρ», τα οποία εξάγονταν στην Βενετία και την Πολωνία, για την Παρασκευή των υφασμάτων μοχέρ. Τον 16. α.ι η Άγκυρα κρατούσε το παγκόσμιο μονοπώλιό στην παραγωγή μάλλινου νήματος. Άλλωστε μέχρι τα τέλη του 19. αι το τιφτίκι αποτελούσε ένα από τα πρώτα εξαγώγιμα αγαθά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο νομός ήταν περιτριγυρισμένος με αμπελώνες. Στην παραγωγή ούζου και κρασιού διέπρεπαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Ανθούσε επίσης η μελισσοκομεία και τα σιτηρά. Από την Άγκυρα ως την Καισάρεια καλλιεργούσαν δημητριακά, επίσης αφθονούσαν οι μηλιές, οι απιδιές και οι ροδακινιές. Οι πεδιάδες ανατολικά του νομού πρόσφεραν πλούσια βοσκή. Η Καισάρεια φημιζόταν για τον εξαίρετο παστουρμά που έφτιαχναν κυρίως οι Αρμένιοι. Κάθε χρόνο περίπου 20.000 αγελάδες σφάζονταν για την ετήσια παραγωγή του. Η παραγωγή υφαντών κιλιμιών και χαλιών ιδίως της Καισάρειας ήταν περιζήτητή στις αγορές.
Εδώ πρέπει να αναφερθούμε κι στις ξακουστές πάλλευκες γάτες Αγκύρας με τα διαφορετικά χρώματα στα μάτια.
Οι Έλληνες της Καππαδοκίας υπάγονταν στις Μητροπόλεις της Καισάρειας και του Ικονίου.
Καισάρεια
Η Καισάρεια βρίσκεται βορειοανατολικά στην πεδιάδα που απλώνεται προς τους πρόποδες του όρους Αργαίου σε υψόμετρο 1000 μέτρα. Πήρε το όνομά της κατά την Ρωμαϊκή εποχή προς τιμή του Ιούλιου Καίσαρα. Ο Στράβων την αποκαλεί Μητρόπολη των Καππαδοκών. Ο Αρχιεπίσκοπος της Καισάρειας ο Βασίλειος ο Μέγας (329-379) υπήρξε πατέρας της Εκκλησίας και θεμελιωτής φιλανθρωπικών έργων στην Πόλη. Τον 19 αι η Καισάρεια περιείχε 40000 κατοίκους. Λίγοι ήταν οι Έλληνες και εκκλησιάζονταν στον ναό του Αγ. Νικολάου, αρχές του 1800 είχαν δημιουργήσει ένα γυμνάσιο με ωραία βιβλιοθήκη, περισσότεροι ήταν οι Αρμένιοι κάτοικοι, την πλειοψηφία όμως αποτελούσαν οι Οθωμανοί. Αρχές του 20. αι γνωρίζουμε ότι η Καισάρεια η οποία θεωρείτε πατρίδα του Μεγάλου Βασιλείου ήταν πόλη εμπορική, μεγάλη και πολυπληθής με 22.000 κατοίκους Τούρκους, 15.000 Αρμένιους και 3000 Ανατολίτες Ρωμιούς. Το περιοδικό Ξενοφάνης (1905) γράφει : «… η Καισάρεια αν και είναι μητρόπολης όλης της επαρχίας, η κοινότητα έχει μια επτατάξια Δημοτική Σχολή και ένα γραμματοδιδασκαλείων . Οι κάτοικοι ασχολούνται με εμπορικές και χρηματιστικές εργασίες, είναι ευφυέστατοι, πονηροί , ουδέποτε εξαπατώμενοι, και δεν ευρίσκεται ουδείς Ιουδαίος στην αγορά διότι δεν δύναται να ζήσει….». Η περιφέρεια, τα χωριά και ο κωμοπόλεις συγκέντρωναν αριθμητικά μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό σε σχέση με την πόλη της Καισάρειας.
Έως το 1922 στην Καισάρεια λειτουργούσαν 4 Οθωμανικά λύκεια, 3 σχολές της Αρμενικής κοινότητας, 2 σχολές των Αρμενοπροτεσταντών, από τις οποίες ανήκε στην Αμερικανική Ιεραποστολή. Η ελληνική κοινότητα λειτουργούσε 1 αρρεναγωγείο, 1 παρθεναγωγείο, 1 κολλέγιο για αγόρια, 1 για κορίτσια, 2 ορφανοτροφεία στα Φλαβιανά (για αγόρια και κορίτσια) . Επίσης από μια σχολή είχαν οι ιησουΐτες και η ιεραποστολή των Saint Joseph de Lyon.
Οι Μικρασιάτες στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν βαθιά θρησκευόμενοί. Οι τουρκόφωνες επαρχίες χάρη στην πίστη τους στην Ορθοδοξία επιβίωσαν επί αιώνες μέσα σε ετερόδοξες κοινωνίες.
Μέχρι το 1870 η Καισάρεια και η ευρύτερη περιοχή της παρήγαν και εμπορεύονταν το «κιρμίζι» (τζεχρί ή κεχρί) για την βαφή των νημάτων απαραίτητο στην ταπητουργεία. Το εμπόριο των χαλιών βρισκόταν κυρίως στα χέρια των Αρμενίων, οι οποίοι έδιναν φασόν δουλεία στις Ελληνίδες και Αρμένισσες υφάντρες των γύρω κωμοπόλεων και χωριών. Οι Έλληνες μεγαλέμποροί της Καισάρειας εμπορεύονταν τη φυτική κόλλα «κιτρέ», παστουρμά, τιφτίκη, βαμβάκι και ξυλεία. Είχαν στήσει επιχειρήσεις και κατοικούσαν στην Μερσίνα, στα Άδανα, στην Πόλη και την Σμύρνη. Τα καλοκαίρια επέστρεφαν οικογενειακώς στην γενέτειρα τους.