Ο νομός Ικονίου με την ομώνυμη πόλη ήταν ο μεγαλύτερος νομός και ο σιτοβολώνας της Μικρά Ασίας. Η πόλη του Ικονίου, κόμβος αρχαίων εμπορικών οδών, βρίσκεται στο κέντρο μιας απέραντης και εύφορης κοιλάδας. Στις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούσε 4000 τουρκόφωνους και ελληνόφωνους κατοίκους σε σύνολο 60000 χιλιάδες. Η κοινότητα συντηρούσε εκκλησία, 2 παρθεναγωγεία και 2 αρρεναγωγεία. Από τα ξενοδοχεία της πόλης ξεχώριζαν το «Alep» του Πέτρου Παπαδοπούλου, η «Πατρίς» του Περικλή Ασπροδίτη, «Le Progrés” του Πρόδρομου Τσαπουτζόγλου. Κάποτε εδώ ο Αγίος Παύλος και ο Άγιος Βαρνάβας δίδαξαν στους κατοίκους της περιοχής την Ορθοδοξία. Έξω από την πόλη βρίσκονται τα περιβόλια και οι οπωρώνες.
Το Ικόνιο ως πρωτεύουσα των Σελτσούκων ήκμασε επί των ημερών του σουλτάνου Αλαϊντιν Κεϊκουμπάτ (1219-1237), ο οποίος κάλεσε στο παλάτι του λόγιους και καλλιτέχνες από το Βυζάντιο και την Περσία. Η επέλαση των ορδών των Μογγόλων και αργότερα των Οθωμανών υπήρξε καταστροφική για την πόλη.
Σίλλη
Βορειοδυτικά του Ικονίου, σε απόσταση 10 χιλιόμετρα, είναι ο εύφορο εξοχικό προάστιο η Σίλλη, όπου κατοικούσαν ελληνόφωνοί ρωμιοί και ελάχιστοί τούρκοι. Τα κορίτσια της Σίλλης από 6-7 χρόνων εργάζονταν στους 60 αργαλειούς του χωριού, υφαίνοντας θαυμάσια χαλιά με τοπικά μοτίβα. Γύρω από τα υψώματα βράχων υπάρχουν υπόσκαπτα σπήλαια με λαξευτά εκκλησάκια. Ως τις μέρες μας δεσπόζει ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, κατασκευασμένος από πέτρα πελεκητή.
Ακσαραϊ
Η κωμόπολη Ακσαραϊ ή αρχαία Γαρσάουρα και μετέπειτα Αρχελαϊς στις αρχές του 20ου αιώνα είχε 2500 κατοίκους. Από την εποχή των Σελτσούκων ήταν σημαντικότατη πόλη, κόμβος δυο οδικών αρτηριών: Από την Έφεσο προς τον Ευφράτη και από την Άγκυρα προς την Νίγδη. Γύρω από την πόλη εκτείνονταν απέραντη αμπελώνες. Από το Ακσαραϊ ως το Ικόνιο ο απέραντος κάμπος παρήγε σιτάρι, κριθάρι και σίκαλη. Με το χονδρεμπόριο των σιτηρών ασχολούνταν Ρωμιοί, Τούρκοι και Αρμένιοι έμποροι. Σημαντικό προϊόν της περιοχής ήταν το ερυθρόδαινο (ριζάρι) από την ρίζα του οποίου έβγαζαν το κόκκινο χρώμα για την βαφή των νημάτων.
Πέρματα
Τα Πέρματα ήταν ελληνικό χωριό στους πρόποδες του όρους Hasandağ. Πριν από το 1922 κατοικούσαν 2000 τουρκόφωνοι έλληνες και 800 τούρκοι. Στο χωριό υπήρχαν ο ναός του Αγ. Κωνσταντίνου, ο ναός της Παναγίας με το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους που οικοδομήθηκαν το 1754 και ένα αρρεναγωγείο. Στο χωριό υπήρχαν αρκετά αρχοντικά με δωμάτια που κοσμούσαν ζωγραφισμένες παραστάσεις στους τοίχους και τις οροφές, πόρτες καρυδένιες δουλεμένες με σμίλη και ξυλόγλυπτα μπακλαβωτά σχέδια. Από τα Πέρματα εικάζεται ότι πέρασαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και άφησαν εκεί τη Μεγάλη Χάρτα του Ρήγα Φεραίου. Ήταν αναρτημένη σε ελληνικό σπίτι, το 1914 την εξαφάνισαν φοβούμενοι τις πιέσεις των Νεότουρκων. Μεταξύ 1907-1914 πολλοί κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν στην Αμερική και την Πόλη. Στα Πέρματα υπήρχανε εργαστήρια ταπητουργίας και ανεπτυγμένη υφαντουργεία. Επίσης είχαν 30 αγγειοπλάστες ρωμιούς οργανωμένοι σε συντεχνία φτιάχνοντάς στάμνες, πιθάρια, γλάστρες. Εκτός από τα σιτηρά υπήρχε μεγάλη παραγωγή όπιου, το ονόμαζαν αφιόνι και το πουλούσαν στους εμπόρους για την παραγωγή του οπιέλαιου. Στο χωριό λειτουργούσαν 5 σποροτριβεία οπίου. Το λάδι το χρησιμοποιούσαν στην μαγειρική καθώς δεν υπήρχαν ελαιώνες. Από τα αμπέλια της περιοχής παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες τσίπουρο, κρασί και πετιμέζι από το μούστο. Η περιοχή του Ακσεχίρ ήταν γνωστή για την παραγωγή του ταχινοχαλβά.
Γκέλβερι (Καρβάλη ) σήμερα Güzelyurt
Χριστιανική κωμόπολη της περιφέρειας Ακσαραϊ, του νομού Ικονίου, βρίσκεται στο δρόμο από την Μαλακοπή προς το Περίστρεμμα (φαράγγι της Ιχλάρα). Είναι η πατρίδα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Την κωμόπολη διασχίζουν 3 χαράδρες, οι δυο μεγάλες συνοικίας της , η Κάτω και η Πάνω περνούν μέσα από τις χαράδρες. Στην Κάτω συνοικία, στον μυχό της χαράδρας , αν και είναι τζαμί σήμερα , δεσπόζει ο Μητροπολιτικός Ναός του Γρηγορίου του Θεολόγου. Στην απέναντι πλευρά της χαράδρας, λαξευμένη μέσα σε βράχο είναι η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Στην επάνω συνοικία η κίνηση επικεντρώνεται γύρω από την κεντρική πλατεία Gölbaşı . Στο βάθος της πλατείας υπήρχε το αρρεναγωγείο και στο τέρμα του κεντρικού δρόμου ήταν το μεγαλόπρεπο πέτρινο κτίριο, το Παρθεναγωγείο, που σήμερα είναι τουριστικός ξενώνας.
Οι κάτοικοι του Γκέλβερι όπως και άλλων περιοχών της Καππαδοκίας, ήταν γεωργοί και αμπελουργοί. Υπήρχε και μεγάλος αριθμός μεταναστών στην Πόλη, οι οποίοι ήταν έμποροι επισιτισμού και παντοπώλες στην κεντρική αγορά, την πιάτσα του Εμίνονου.