Σπάρτη
Η Σπάρτη ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις του νομού Ικονίου, στους πρόποδες του Ταύρου, την διέσχιζε ο ποταμός Κέστρος. Το 1920 ο πληθυσμός της ήταν γύρω στους 30.000 κατοίκους, οι τουρκόφωνοι Ρωμιοί ήταν περισσότεροι από 5000 και κατοικούσαν δυτικά της Πόλης. Στην Σπάρτη βρισκόταν η έδρα του Μητροπολίτη Πισιδίας. Οι τέσσερις ελληνικές γειτονίες αντιστοιχούσαν στις ισάριθμές εκκλησίες των Ταξιαρχών, των Εισοδίων της Θεοτόκου, των Γενεθλίων της Θεοτόκου και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από το 1840 λειτουργούσε αναγνωστήριο με δανειστική βιβλιοθήκη. Μετά το 1870 ιδρύθηκε ο Μορφωτικός Σύλλογος «Ευσέβεια» που αργότερα μετονομάστηκε « Φιλομάθεια» και η Αδελφότης Φιλόπτωχων Κυριών. Στέγαζαν αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο όπου μάθαιναν τα ελληνικά στα σχολεία, γι’ αυτό και οι μορφωμένοι μιλούσαν την καθαρεύουσα.
Το μοναδικό ξενοδοχείο της πόλης ανήκε στην Κατίνα Σακαλή. Την άνοιξη ολόκληρη η Σπάρτη μοσχοβολούσε τριαντάφυλλα Τριγύρω από την πόλη στις εξοχές, βρίσκονταν οι μυροβόλοι ροδώνες. Κάθε Μάιο η πόλη ζούσε τον οργασμό της συγκομιδής των ρόδων, ήταν γυναικεία εργασία και διαρκούσε περίπου 20 μέρες. Τα τριαντάφυλλα συγκεντρώνονταν μέσα σε λευκούς σάκους και στέλνονταν στα αποστακτήρια. Το Μπουρντούρι είχε αμπέλια. Εκτός από το ροδέλαιο άλλο εξαγώγιμο αγαθό ήταν το «κιτρέ» ρετσίνι, κόλλα., το όπιο και τα χαλιά, η Σπάρτη ήταν ένα από τα γνωστότερα κέντρα ταπητουργίας της Μικράς Ασίας.
Αττάλεια
Παραλιακή πόλη της Μικρασιατικής Μεσογείου, απλώνεται σε σχήμα πετάλου στα υψόμετρα του βράχου. Κτίστηκε στα μέσα του 2ου αιώνα από τον Άτταλο Β’. Στους βυζαντινούς χρόνους εξελίχτηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Την εποχή των Κομνηνών , η επικαρπία της πόλης δόθηκε στους Ενετούς, οι οποίοι ανέπτυξαν το εξωτερικό εμπόριο. Αργότερα κατακτήθηκε από τους Σελτσούκους και από το 1432 εντάχτηκε στους Οθωμανούς.
Η Αττάλεια ως το 1922 ήταν έδρα διοίκησης του νομού Ικονίου. Είχε 40.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Έλληνες. Βρισκόταν σε άμεση ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Κύπρο και την Αίγυπτο. Τα σπίτια των Ελλήνων τα περισσότερα ήταν μέσα στην πύλη του Αδριανού.
Η Αττάλεια είχε αφθονία φρούτων, οι μανάβηδες ήταν Έλληνες, είχαν δικά τους μποστάνια με διάφορα λαχανικά. Είχε μεγάλη ποικιλία θαλασσινών. Η εύφορη πεδιάδα της παρήγε σε μεγάλες ποσότητες ρύζι, σιτάρι, καλαμπόκι, σουσάμι, ζαχαροκάλαμο.
Στην Πόλη υπήρχαν μια εμπορική λέσχη, δύο ευρωπαϊκού τύπου καφενεία και μεγάλα ναυτιλιακά πρακτορεία.
Μπορ
Η πόλη του Μπορ είχε 9.500 κατοίκους. Ήταν ονομαστές οι εβδομαδιαίες αγορές της. Γνωστή για την ταπητουργεία, την παραγωγή κιλιμιών, την εριουργία (μοχέρ μάλλινα νήματα από ειδική ράτσα αίγας), την υφαντουργεία και την παραγωγή λινελαίου. Τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της ήταν σιτάρι, κριθάρι, γλυκάνισος, σταφίδες, μοχέρ μαλλί και χαλιά. Είχε δυο εκκλησίες, τον ναό του Αγίου Γεωργίου και τον ναό των Πέντε Μαρτύρων, μια αρμένικη εκκλησία και 49 τζαμιά.
Νίγδη
Η Νίγδη ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Καππαδοκίας. Ανήκε στην Μητρόπολη του Ικονίου. Ο Μητροπολίτης Ικονίου είχε εδώ την έδρα του καθώς στην περιοχή της Νίγδης κατοικούσαν οι περισσότεροι χριστιανοί, το 1920 από τους 184.000 κατοίκους, οι 40.000 ήταν Ρωμιοί, οι Αρμένιοι δεν ξεπερνούσαν τους 5.000. Στην πόλη της Νίγδης από τους 17.000 κατοίκους οι 5.000 ήταν Ρωμιοί. Στην ύπαιθρο καλλιεργούσαν κυρίως σιτηρά και όσπρια. Σε ορισμένες περιοχές ανθούσε η αμπελουργία. Φημισμένα ήταν τα στρογγυλά και μεγάλα βερίκοκα. Η Νίγδη στέγαζε 11 υδροκίνητους μύλους. Η ταπητουργία είχε ιδιαίτερη θέση στη ζωή των κατοίκων του τόπου όπως και οι φυτικές βαφές. Έστελναν τις βαφές στα Άδανα, την Μερσίνα, της Πόλη και την Μασσαλία. Η Νίγδη ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίας χαλιών. Οι κάτοικοι τα σπίτια τους είχαν αργαλειούς και ύφαιναν χαλιά. Αρχές του 20ου αιώνα υπήρχε και ένα εργοστάσιο χαλιών όπου εργάζονταν 80 γυναίκες. Οι εμπορικοί οίκοι της Καισάρειας έκαναν εξαγωγές χαλιών στην Αμερική με σχέδια κατά παραγγελία τα οποία εκτελούσαν οικοτεχνίες της Νίγδης. Τα κορίτσια από 7-8 χρονών μάθαιναν να υφαίνουν.
Αραβάνι- Γούρδονος- Φερτέκι
Νοτιοδυτικά της Νίγδης υπήρχαν τα ελληνικά χωριά Αραβάνι και Γούρδονος, περιτριγυρισμένα με αμπελώνες, οπωροφόρα δέντρα, βερικοκιές και αμυγδαλιές, λαχανόκηπους και χωράφια. Τα σπίτια ήταν πέτρινα, αρκετά απ’ αυτά δίπατα μέσα σε μεγάλες αυλές με αποθήκες στο υπόγειο των σπιτιών. Οι κάτοικοι του Αραβανίου στην πλειοψηφία τους μετανάστευαν από 15-16 χρόνων στην Κωνσταντινούπολη για να εργαστούν σε συγγενικά καταστήματα. Γίνονταν κουρείς, εμπορεύονταν καφέ, κυρίως όμως διέπρεπαν ως έμποροι και μεγαλέμποροι ξηρών καρπών στην πιάτσα του Εμίνονου. Δίπλα από την Αιγυπτιακή Αγορά και το Ταχμίσι ξεκινούσε ο δρόμος των ξηρών καρπών με τα καταστήματα, αποθήκες του χονδρεμπορίου και τις λιανικής πώλησης. Μεγαλύτεροι ξηροκαρπίτες από πατέρα σε γιό ήταν οι αδελφοί Γουμβροί, οι αδελφοί Δανηιλίδη, ο Περικλής Αντωνιάδης, ο Γιώργος Ατζέμογλου, οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Αβραάμ Παναγιωτίδης, με υποκατάστημα αρχές του 20ου αιώνα στη Σμύρνη, όπου γινόταν το πακετάρισμα των σύκων για εξαγωγές. Στις μέρες μας τα χωριά Αραβάνι και Γούρδονος διαμελίστηκαν από τον καινούργιο αυτοκινητόδρομο.
10 χιλιόμετρα από τη Νίγδη νοτιοανατολικά βρίσκεται το Φερτέκι μέσα στους αμπελώνες. Τα καλοκαίρια μέχρι το 1924 συγκεντρώνονταν πολλοί παραθεριστές από την Νίγδη. Στο κέντρο της Πόλης δέσποζε ο ναός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ (σήμερα τζαμί) . Το Φερτέκι φημιζόταν σε όλη την Μικρά Ασία για το ρακί και τα κρασιά του. Οι κάτοικοι του με σουλτανικό φιρμάνι είχαν την αποκλειστικότητα (ήταν γκεντικλίδες) να διακινούν τα τοπικά ποτά. Αρκετοί ήταν κάπηλοι στην Πόλη.
Τένεϊ (Τύανα)
Βόρεια της Νίγδης σε μικρή απόσταση από αυτήν βρίσκεται το Τένεϊ- τα αρχαία Τύανα γνωστά από την εποχή των Χετταίων- ελληνική κωμόπολη με 4000 κατοίκους μέχρι το 1924. Με τα όμορφα πέτρινα σπίτια, τους αμπελώνες, τα περιβόλια και οδηγεί στη Τελμισό με το μοναστήρι της, γεμάτο με χρυσοποικιλτές εικόνες. Αρχές του 20ου αιώνα αρκετοί κάτοικοι της μετανάστευσαν στην Αμερική. Οι κάτοικοι ήταν φιλόμουσοι, εύποροι, με μεγαλοπρεπέστατα κοινοτικά κτίρια. Έστελναν τους γιούς τους να φοιτήσουν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι. Ο καθεδρικός ναός των Τυάνων ήταν τρισυπόστατος, των Αγίου Στεφάνου, Αγίου Μηνά και Αγίων Θεοδώρων. Η κωμόπολη στέγαζε αστική σχολή για τα αγόρια, εξατάξιο Παρθεναγωγείο, τριτάξιο Νηπιαγωγείο, μικρή βιβλιοθήκη, λέσχη, ταπητουργείο και υφαντήριο, ξενώνα, χάνι, λουτρό, υδρόμυλο, μύλο πλιγουριού, εμπορικά καταστήματα κ.α.
Ουλαγάτς
Νοτιοδυτικά, σε απόσταση 10 χλμ. από την Νίγδη εκτείνεται η κοιλάδα των μοναστηριών του Ουλαγάτς. Με υπόσκαπτα εκκλησάκια στους γύρω βράχους. Στο κέντρο της κοιλάδας βρίσκονται τα χωριά Ουλαγάτς και Σεμέντρα, τριγύρω με πλήθος μοναστήρια: του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Κυριακής, της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Γεωργίου. Στις μέρες μας, ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Καππαδοκίας, από τα ελάχιστα όπου σώζονται σε άριστη κατάσταση οι τοιχογραφίες. Είναι το μοναστήρι «Εσκγιουμούς», παραφθορά του «Εσκίγκιουμούς» (Παλιό Ασήμι) όπως το αποκαλούσαν και οι Έλληνες του Ουλαγάτς, πιθανόν από τα παλιά μεταλλεία ασημιού της περιοχής.
Οι άνδρες του χωριού μετανάστευαν στην Πόλη, όπου ήταν μεταπράτες οπωροκηπευτικών στην κεντρική αγορά του Εμίνονου. Γνωστότεροι ήταν οι Θανάσογλου και ο Καραμουρατογλού που από πατέρα σε γιο, ξαδέλφια και ανίψια κρατούσαν στην αγορά στα χέρια τους.
Από το Ουλαγάτς συγγενείς των Θανάσογλου ήταν και ο εργοστασιάρχης Ιάκωβος Κιοσέογλου, πατέρας του Μάρκου Κιοσέογλου, ιδιοκτήτη των Τσιμέντων Χαλκίδων.